φισκαλιστικός

φισκαλιστικός
-ή, -ό, Ν [φισκαλιστής]
φρ. «φισκαλιστική οικονομική θεωρία»
(οικον.) το τμήμα τής οικονομικής θεωρίας που έχει ως αντικείμενο τα δημοσιονομικά θέματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”